ζωόφυτα

ζωόφυτα
ζωόφυτον
zoöphyte
neut nom/voc/acc pl
ζωόφυτος
zoöphyte
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωόφυτα — τα (ζωολ.), παλιότερη ονομασία συνομοταξίας του ζωικού βασιλείου, που περιλάβαινε ζώα με μορφή φυτών (τα εχινόδερμα και τα κοιλεντερωτά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωοφυτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζωόφυτα 2. αυτός που περιέχει ζωόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophytic < zoo (πρβλ. ζω(ο) [II]) + phytic (πρβλ. φυτικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ …   Dictionary of Greek

  • PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φυτόζωα — τα, Ν βιολ. παλαιότερη γενική ονομασία πολλών ασπόνδυλων ζώων που μοιάζουν λίγο πολύ με φυτά ως προς την εμφάνιση ή τον τρόπο αύξησής τους, αλλ. ζωόφυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytozoon < φυτό + ζῴο. Η λ. μαρτυρείται από το 1819… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”